Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
διαβιβρωσκω
διαβιβρώσκω
δια-βιβρώσκω
; 1)
разъедать
ex. (πάντῃ διαβεβρῶσθαι
Plat.
; γαγγραίναις διαβρωθείς
Plut.
)
; 2)
перегрызать
ex. (τοῖς ὀδοῦσι τοὺς δεσμούς
Plut.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,