Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διανοησις
διανόησις
δια-νόησις
-εως ἡ
; 1) мышление, мысль
ex. (δ. τε καὴ σῶμα Plat.; θεωρίαι καὴ διανοήσεις Arst.)
νοήσεις, ἃς ἐναποκειμένας μὲν ἐννοίας καλοῦσι, κινουμένας δὲ διανοήσεις Plut. — мысли, которые в состоянии покоя называются понятиями, а в состоянии движения - размышлениями
; 2) образ мыслей
ex. (πρὸς γῆρας μένειν ἐν ταύτῃ τῇ διανοήσει Plat.)