Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυμφυρω
ξυμφύρω
συμ-φύρω
месить вместе, смешивать, перемешивать
ex. (τι εἰς ἕν Plat.)
συμπεφυρμένος τινί и μετά τινος Plat. — смешанный с чем-л.;
ἡ συμπεφυρμένη ταῖς οἰκήσεσιν πόλις Plut. — город с беспорядочно расположенными строениями;
σ. πληγαῖς πρόσωπον Theocr. — покрыть лицо синяками;
αἵματι συνεπέφυρτο τὸ πρόσωπον (acc.) Plut. — у него лицо было залито кровью