Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταφωραω
καταφωράω
κατα-φωράω
; 1) ловить на месте преступления, изобличать, уличать
ex. (τινας ἐπιβουλεύοντας Thuc.; τινα Luc.; μοιχείαν τινὸς ἔκ τινος Plut.)
; 2) устанавливать, обнаруживать
ex. (ψυχήν ὡς οὖσαν Xen.)