Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προθυμέομαι
προθῡμέομαι
προ-θῡμέομαι (fut. προθυμήσομαι и προθυμηθήσομαι, стяж. aor. προὐθυμήθην; ион. part. praes. προθυμεύμενος)
; 1) стараться, прилагать усилия, добиваться (παντὶ τρόπῳ γενέσθαι или εἶναί τι Plat. и ποιεῖν τι Isocr., Xen.):
π. καὶ τολμᾶν Aesch. действовать напролом;
προθυμεύμενοι οὐ δυνάμεθα … Her. при всех (наших) усилиях мы не смогли …;
; 2) стремиться, желать (τινα и τι Thuc., Xen., Plat. и περί τι Arst.; ποιεῖν или εἶναί τι Soph., Eur., Plat.);
; 3) быть бодрым, не падать духом (ἀθυμοῦντες καὶ προθυμούμενοι Xen.).