Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συγκαλυπτω
συγκαλύπτω
συγ-κᾰλύπτω
; 1) окутывать, обволакивать, отовсюду закрывать
ex. (γαῖαν νεφέεσσι Hom. - in tmesi)
συγκαλυψάμενος κατέκειτο Xen. — он лежал закутавшись
; 2) скрывать, утаивать
ex. (τι Eur.; οὐδὲν συγκεκαλυμμένον ἐστὴν ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται NT.)
συγκαλυπτέος ὅσον μάλιστα Aesch. — представляющий величайшую тайну