Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αρασσω
ἀράσσω
атт. ἀράττω (ᾰρ) (aor. ἤραξα - поэт. ἄραξα, pf. ἤραχα)
; 1) бить, ударять
ex. (θύρας Anacr., Eur. и θύραν Arph.; πύλαν Theocr.; βλέφαρα Soph.; ὁπλαῖς χθόνα Pind.)
ἀ. στέρνα Aesch. — бить себя в грудь;
ἡ αὔλειος ἠράσσετο Luc. — раздался стук в ворота
; 2) сбивать, сколачивать
ex. (σχεδίην γόμφοισιν Hom.; τριήρης σφύραις ἀρασσομένη Plut.)
; 3) разбивать
ex. (ἀράσσεσθαι πρὸς τὰς πέτρας Her.)
; 4) наносить
ex. (ἕλκος ἀραχθέν Soph.)
ἀ. κακοῖς или ὀνείδεσι Soph. — наносить оскорбления