Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω

προφασις

πρόφασις

πρό-φᾰσις
-εως
; 1) основание, повод, мотив
           ex. (ἀληθεστάτη Thuc.; εἰκυῖα Plat.)
π. τῆς αἰτίας Lys. — основание обвинения;
προφάσεις καὴ αἰτίαι Thuc. — основания и причины
; 2) предлог, отговорка, увертка
           ex. προφάσει, ἀπὸ προφάσεως Thuc., ἐπὴ προφάσεως, ἀπὸ προφάσιος, διὰ и κατὰ πρόφασιν, προφάσιος εἵνεκεν Her., προφάσεως χάριν Arst. или ἐκ προφάσεως Polyb. — под (благовидным) предлогом;
πρόφασιν Hom., Thuc., Lys. и προφάσει NT. — для видимости, для вида;
πρόφασιν ἔχειν Thuc. etc. — иметь предлог (оправдание) или служить предлогом;
μή μοι προφάσεις! Arph. — никаких отговорок!
; 3) Soph. v. l. = πρόφανσις