Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταδηλος
κατάδηλος
κατά-δηλος
adj.=2 2
совершенно ясный, явственный, очевидный Soph. etc.
ex. τινὰ κατάδηλον ποιῆσαι Her. — разоблачить кого-л.;
κατάδηλοι γίγνονται προσποιούμενοι μὲν εἰδέναι, εἰδότες δἐ οὐδέν Plat. — они делают вид, будто знают, не зная, однако, ничего