Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξηροτης
ξηρότης
-ητος ἡ
; 1) сухость Arst., Plut.
ex. ξ. τῶν νεῶν Thuc. — сухость (т.е. хорошее состояние) кораблей
; 2) высыхание
ex. (τὸ τάχος τῆς ξηρότητος Arst.)
; 3) засуха
ex. (πρὸς τὰς ξηρότητας ἀρδείαις ποτίζεσθαι Plut.)