Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποδερω
ἀποδέρω
ἀπο-δέρω
ион. ἀποδείρω
; 1) сдирать кожу, обдирать
ex. (βοῦν, κεφαλήν Her.; βοσκήματα Plut.)
πρόβατα ἀποδαρέντα καὴ φυσηθέντα Xen. — надутые воздухом овечьи шкуры:
ἀ. τινὰ τέν ἀνθρωπηΐην (sc. δοράν) Her. — сдирать с кого-л. кожу
; 2) сдирать, снимать
ex. (δέρμα λέοντος ὀνύχεσσι Theocr.)
; 3) трепать, очищать
ex. (τέν ἄμοργιν Arph.)