Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκπνοη
ἐκπνοή
ἐκ-πνοή
ἡ
; 1) выдыхание, выдох Plat., Arst.
; 2) испарение
ex. (αἱ ἐξ ὑγροῦ φερόμεναι ἐκπνοαί Arst.)
; 3) pl. дыхание, веяние
ex. (Τυφῶνος Plut.)
; 4) pl. хрипение
ex. (θανάσιμοι ἐκπνοαί Eur.)