Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
γλυκυτης
γλυκύτης
γλῠκύτης
-ητος ἡ
; 1) сладкий вкус, сладость
ex. (τοῦ τοῦ λωτοῦ καρποῦ Her.; συκώδης Arst.)
; 2) пресность
ex. (ὑδάτων Diod.)
; 3) сладость, наслаждение, радость
ex. (τοῦ ζῆν Arst.)
; 4) ласковость, кротость
ex. (τῆς νουθεσίας Plut.)