Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υπερκειμαι
ὑπέρκειμαι
ὑπέρ-κειμαι
; 1) лежать сверху
ex. (τινος, редко τινι Arst.)
ὑ. τινος Arst. — лежать поверх чего-л., находиться над чем-л.
; 2) быть расположенным выше, т.е. дальше
ex. (ἡ Λυδία καὴ ἡ ἄλλη ἡ ὑπερκειμένη χώρα Isocr.)
οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας Polyb. — обитающие за Македонией
; 3) нависать
ex. (τὰ ὑπερκείμενα κρημνά Polyb.)
; 4) откладываться
ex. (ὑπερκείσεται αὕτη ἡ δίκη Luc.)