Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
εμφαντικος
ἐμφαντικός
ἐμ-φαντικός
adj.=3
3
; 1)
выражающий, обозначающий
ex. (πάθους τινός
Plut.
)
; 2)
выразительный
ex. (παράκλησις βραχεῖα μέν, ἐμφαντικέ δὲ καὴ γνώριμος τοῖς ἀκούουσιν
Polyb.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,