Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θεωρητος
θεωρητός
adj.=3 3
; 1) наблюдаемый, видимый, заметный
ex. (μέρος ἔτι θ. Arst.; θ. καὴ ἀκουστός Diod.; κινήματα τοῦ ἀέρος Plut.)
; 2) доступный умозрению, созерцаемый, постигаемый
ex. (λόγῳ Plut. и διὰ λόγου Diog.L.)