Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προανακρουομαι
προανακρούομαι
προ-ᾰνακρούομαι
; 1) петь или провозглашать в виде вступления
ex. (ἀνάκλησιν θεῶν τινα Plut.)
; 2) вводить вначале, предпосылать
ex. (τὰ τοῦ Ἐμπεδοκλέους Plut.)
; 3) (о преподавателе) делать вступление
ex. (π. καὴ προαναγιγνώσκειν Plut.)