Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
φιαλη
φιάλη
φιάλη (ᾰ) ἡ
; 1) сосуд для варки (φ. ἀπύρωτος Hom.);
; 2) сосуд для питья, чаша ( Pind., Her., Eur., Arph., Xen.; πίνειν ἐκ φιάλης Plat.);
; 3) ковш (φιάλαις ἐκ τοῦ κρατῆρος ἀρυτόμενοι Plat.);
; 4) погребальный сосуд (τὰ ὀστέα ἐν φιάλη θεῖναι Hom.);
; 5) поэт. чашеобразный щит (φ. Ἄρεως Arst.);
; 6) архит. чашеобразное углубление, щиток (αἱ ὀροφαὶ καὶ θύραι χρυσαῖς φιάλαις λιθοκόλλητοι Diod.).