Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επανατιθημι
ἐπανατίθημι
ἐπ-ανατίθημι
; 1) налагать, прилагать
ex. ἐπανθέμεναι σανίδας Hom. — затворить дверь
; 2) придавать, приписывать
ex. (ἐπανατίθεσθαι τινι Plat.)
; 3) добавлять, прибавлять
ex. (τινί τι Arph.)