Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιγειος
ἐπίγειος
ἐπί-γειος
adj.=2 2
; 1) наземный, живущий на земле
ex. (ζῷα Plat.; πέρδιξ Arst.)
; 2) стелющийся по земле
ex. (φυτά Arst.)
; 3) земной, т.е. вещественный, смертный
ex. (βροτοί Anth.; σοφία NT.)
οἱ ἐπίγειοι NT. = οἱ ἄνθρωποι