Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μετακοσμεω
μετακοσμέω
μετα-κοσμέω
пере(у)страивать, переделывать
ex. (τὰ περὴ τοὺς ἀνθρώπους Luc.; ἅπαντα πρὸς τὸ δημοτικώτερον Plut.)
μετακοσμούμενος θέσει Arst. — по-иному расположенный, оказавшийся в другом положении;
τέν πόλιν εἰς τοὺς Ἀχαιοὺς μ. Plut. — присоединить город к Ахейскому союзу