Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υπερχυσις
ὑπέρχυσις
ὑπέρχῠσις
-εως ἡ
; 1) разлитие
ex. (ὑγρῶν Plut.)
ἐκ τῆς ὑπερχύσεως ἐννοήσας τέν τοῦ στεφάνου μέτρησιν Plut. — (Архимед), по вылившейся (воде) вычисливший объем короны
; 2) (беспорядочное) слияние, смешение
ex. (παρατροπαὴ καὴ ὑπερχύσεις Plut.)