Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κονιορτος
κονιορτός
κονι-ορτός
ὁ
; 1) (поднятая) пыль или облако пыли
ex. (ἰδεῖν κονιορτόν Her.; κ. ὑπὸ πνεύματος φερόμενος Plat.; τραχὺν αἴρων κονιορτόν Plut.)
; 2) пепел
ex. (τῆς ὕλης κεκαυμένης Thuc.)
; 3) грязная личность Dem.