Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συνθεω
συνθέω
συν-θέω (fut. συνθεύσομαι)
; 1) сбегаться (πανταχόθεν Luc.);
; 2) сходиться, встречаться (εἰς ταὐτό Arst., Plut.);
; 3) удаваться:
συνθεύσεται ἡμῖν ἡ βουλή Hom. замысел (этот) удастся нам.