Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποκαθιστημι
ἀποκαθίστημι
ἀπο-κᾰθίστημι
; 1) восстанавливать, возвращать в прежнее состояние
ex. (πολιτείαν Dem., Plut. и πολίτευμα Polyb.)
ἀ. τινα εἴς τι Polyb., Plut. — вернуть кого-л. куда-л.;
ἀ. τινα Plut. — восстанавливать кого-л. в его правах
; 2) возвращать
ex. (τοὺς ὁμήρους Polyb.; ἑαυτὸν εἰς ἐκεῖνον τὸν χρόνον Plut.)
; 3) восстанавливаться, возвращаться
ex. (εἰς τέν ἑξ ἀρχῆς κατάστασιν Polyb.)
; 4) med. прекращаться, приостанавливаться
ex. (κίνησις ἀποκαθισταμένη Plut.)
; 5) med. становиться, делаться
ex. (δένδρον ἀποκαθίσταται στεῖρον Arst.)