Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιπροσθεσις
ἐπιπρόσθεσις...
ἐπιπρόσθησις, ἐπιπρόσθεσις
-εως ἡ
; 1) закрывание, застилание, затмевание
ex. (ἡ σελήνη ἐκλείπει διὰ τέν τῆς γῆς ἐπιπρόσθησιν Arst.)
; 2) закрытие, заслон
ex. (ἐπιπροσθήσεις ἱκαναί Polyb.)
; 3) преграда, препятствие
ex. (ταῦτα αὐτοῖς πάντα ἐ. γίνεται Plut.)