Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσοφειλω
προσοφείλω
προσ-οφείλω
; 1) сверх того быть должным, оставаться в долгу, задолжать
ex. (ἔτι πολλά Thuc.; διηκόσια τάλαντα Plut.; τινί τι NT.; ὁ προσοφειλόμενος μισθός Thuc.)
ἡ ἔχθρη ἡ προσοφειλομένη ἔς τινα Her. — застарелая вражда к кому-л.;
χάριτάς τινι π. Xen. — питать благодарность к кому-л.
; 2) отставать
ex. (πολύ τι Polyb.)