Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταδαρθανω
καταδαρθάνω
κατα-δαρθάνω
(fut. καταδαρθήσομαι, aor. 2 κατέδαρθον - эп. κατέδρᾰθον, pf. καταδεδάρθηκα, эп. conjct. καταδράθω; aor. 2 pass. κατεδάρθην; inf. aor. тж. καταδαρθεῖν; conjct. aor. pass. καταδαρθῶμεν - эп. καταδραθῶ; part. aor. καταδαρθείς)
; 1) засыпать, погружаться в сон
ex. (θάμνοισ΄ ἐν πυκνοῖσι Hom.; καταδαρθὼν ὄψιν εἶδεν Plut.)
καταδεδαρθηκώς Plat. — заснувший
; 2) проводить ночь
ex. (ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Thuc.)