Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναστεφω
ἀναστέφω
ἀνα-στέφω
; 1) увенчивать, венчать
ex. (τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.)
; 2) увивать, обвивать
ex. (τὰς θύρας δάφνη Plut.)
κλάδος ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος Plut. — масличная ветвь, перевитая шерстью