Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υποσυρω
ὑποσύρω
ὑπο-σύρω
(σῡ)
; 1) тащить вниз, стаскивать
ex. (τὰς ἁμαξας εἰς τὸν ποταμόν Plut.)
ὑποσύρεσθαι εἰς μαχομένας ἀποφάσεις Sext. — быть вовлекаемым в противоречия
; 2) медленно или с трудом тащить
ex. (ὑποσυρομένου πρὸς τὸ ὑπεῖκον τοῦ ποδός Luc.)