Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταρρυτος
κατάρρυτος
κατά-ρρῠτος
Eur. тж. κατάρυτος adj.=2 2
; 1) орошаемый, политый
ex. (νάπη, κῆπος Eur.; χώρα ποταμοῖς Plut.)
; 2) образованный наносами, наносный
ex. (τὸ Δέλτα Her.)
; 3) дающий сток, т.е. наклонный, покатый
ex. (κεραμωτόν Polyb.)