Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιμαινομαι
ἐπιμαίνομαι
ἐπι-μαίνομαι
(fut. ἐπιμανοῦμαι и ἐπιμανήσομαι, aor. 2 ἐπεμάνην, pf. ἐπιμέμηνα)
; 1) быть безумно влюбленным, быть одержимым страстью (к кому-л.)
ex. (τινι κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι Hom.; τινι Anacr., Plut., Luc.)
; 2) быть в восхищении, восхищаться
ex. (τρόποις τινός Arph.)
; 3) бушевать, неистовствовать
ex. (δοριτίνακτος αἰθέρ ἐπιμαίνεται Aesch.)