Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεταχωρεω
μεταχωρέω
μετα-χωρέω
перемещаться, переселяться, переходить
ex. (ἐς τέν Λιβύην Arph.)
τόπων μετά ποι χωρεῖτ΄ ἐκ τῶνδε Aesch. — уходите из этих мест;
μ. κάτω Arst. — переходить вниз, опускаться;
ἑκουσίως μ. πρός τινα Plut. — добровольно сдаться кому-л.