Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ακαλλωπιστος
ἀκαλλώπιστος
ἀ-καλλώπιστος
adj.=2
2
неприкрашенный, непринаряженный
ex. (Σίβυλλα
Plut.
; κόμη
Luc.
; πόθος
Anth.
)