Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ασυλλογιστος
ἀσυλλόγιστος
ἀ-συλλόγιστος
adj.=2 2
; 1) неисчислимый, непостижимый
ex. (πρὸς ἀνθρωπίνην φρόνησιν Plut.)
; 2) неразумный, безрассудный
ex. (παιδαριώδης καὴ ἀ. Polyb.)
; 3) непоследовательный, нелогичный
ex. (λόγοι, τρόποι Arst.)