Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μερμηριζω
μερμηρίζω
(fut. μερμηρίξω, эп. aor. μερμήριξα)
ex. (тж. μ. φρεσί, κατὰ φρένα и κατὰ θυμόν Hom.)
; 1) раздумывать, размышлять
ex. (περί τινος Hom.)
δίχα φρεσὴ μ. Hom. — сомневаться, колебаться
; 2) придумывать, замышлять, затевать
ex. (δόλον, φόνον τινί Hom.)