Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διακλεπτω
διακλέπτω
δια-κλέπτω
; 1) разворовывать, раскрадывать
ex. (τὸ διακλαπὲν τοῦ στρατεύματος, sc. τῶν αἰχμαλώτων Thuc.; ὅσα διακέκλεπται τῆς οὐσίας Dem.)
ὅσα μέ διεκλάπη Plut. — то, что уцелело от расхищения
; 2) тайно похищать
ex. (τινά Plut.)
; 3) утаивать, скрывать
ex. (λόγοις τέν ἀλήθειαν Dem.)
δ. τῇ ἀπολογίᾳ τέν κατηγορίαν Lys. — защитой скрывать обвинение, т.е. затушевывать вину
; 4) укрывать
ex. (τινά Her.; διακλέψαι καὴ διασῶσαι τὸν ἀδελφόν Plut.)
δ. ἑαυτόν Plut. — тайно бежать, скрыться