Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαγωνιζομαι
διαγωνίζομαι
δι-ᾰγωνίζομαι
; 1) вести борьбу, бороться
ex. (τινι Xen., Plat. и πρός τινα Xen., Polyb.; λόγῳ ἐν ἐκκλησίᾳ Plat.; πρὸς τέν τοῦ ποταμοῦ βίαν Polyb.; ὑπέρ τινος Polyb. и περί τινος Polyb., Plut.; μέγαν ἀγῶνα δ. Plut.)
μάχῃ διαγωνίσασθαι Thuc. — дать решительный бой
; 2) бороться, состязаться
ex. (πρὸς ἀλλήλους Xen.; ποιήμασι Plut.)