Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επισπερχω
ἐπισπέρχω
ἐπι-σπέρχω
; 1) торопить, подгонять
ex. (τὸ πράγμα Aesch.; τοὺς ἐργάτας Luc.; κυβερνήτην Plut.)
; 2) погонять
ex. (ἵππους κέντρῳ Hom.)
; 3) возбуждать, подбодрять
ex. (τοὺς ἄλλους Thuc.)
; 4) стремительно налетать, бурно устремляться
ex. (ἐπισπέρχουσιν ἄελλαι Hom.)