Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξυγραινω
ἐξυγραίνω
ἐξ-υγραίνω
; 1) обильно смачивать, хорошо увлажнять
ex. (τέν γλῶτταν Arst.)
; 2) pass. смачиваться, мокнуть Plut.
ex. ἀέρ ἐξυγραινόμενος Arst. — влажный воздух
; 3) pass. разжижаться, становиться водянистым
ex. (αἷμα ἐξυγρανθέν Arst.)
; 4) досл. размягчать, перен. изнеживать
ex. (τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς Plut.)