Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταιθω
καταίθω
κατ-αίθω
(только praes.)
; 1) сжигать ex. (δαλόν Aesch.; κληματίδας Arph.); pass. гореть
ex. (Περγάμων πυρὴ καταίθεται τέρεμνα Eur.)
; 2) перен. зажигать, воспламенять
ex. (ἕρως με καταίθει Theocr.; τὸν δυσέρωτα Anth.)
καταίθεσθαι ἐπί τινι Theocr. — пламенеть любовью к кому-л.
; 3) истреблять, уничтожать
ex. (τινα Aesch. ap. Plut.)