Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παιδικος
παιδικός
I
παιδικός adj=3 3
; 1) детский, юношеский (ἄθλημα Plat.; ἡλικία, ἱμάτιον Plut.):
π. χορός Lys. детский хор;
; 2) ребяческий, несерьезный (ἠλίθιος καὶ λίαν π. Arst.);
; 3) любимый, излюбленный (см. παιδικά);
; 4) любовный:
π. λόγος Xen. любовная повесть.
II
παιδικός ὁлюбимец, (ἐρασταὶ καὶ παιδικοί Plat.).