Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μινυνθαδιος
μινυνθάδιος
μῐνυνθάδιος
adj.=3 3
(ᾰ)
; 1) недолгий, непродолжительный
ex. (αἰών, ἄλγος Hom.)
; 2) недолговечный
ex. (ἄνθρωποι μινυνθάδιοι τελέθουσιν Hom.)
μ. ἔμελλεν ἔσσεσθαι Hom. — недолго предстояло жить (Гектору)