Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αρμα
ἅρμα
I.
-ατος τό тж. pl.
; 1) конная повозка
ex. (ὑφ΄ ἅρμασιν ἵππος, ἐν δ΄ ἀρότρῳ βοῦς Pind.)
; 2) боевая колесница Hom., Trag., Xen., Arst., тж. священная
ex. (ἅ. ἱρὸν τοῦ Διός Her.) и (у римлян) триумфальная (ἅρματι χρήσασθαι Plut.)
; 3) конная запряжка
ex. (τέθριππον Pind.; τέτρωρον Eur.)
; 4) упряжная лошадь
ex. (ἅρματα τρέφειν Xen.; ἄρματα φυσῶντα καὴ πνέοντα Arph.)
II.
v. l. ἄρμα -ατος τό дельф. любовь
ex. (τέν Ἀφροδίτην ἅ. καλοῦσιν Plut.)