Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκλεγω
ἐκλέγω
ἐκ-λέγω
(pf. pass. ἐξείλεγμαι - NT. ἐκλέλεγμαι)
; 1) тж. med. выбирать, избирать, отбирать
ex. (ἐξ ἁπασῶν τοὺς ἀρίστους Xen.; πρεσβύτας Plat.; προτάσεις ἐξειλεγμέναι Arst.)
ἐκλελέχθαι εἴς τι Xen. — быть избранным для чего-л.
; 2) редко med. собирать, взыскивать, взимать
ex. (χρήματα παρά τινος Thuc.; δασμοὺς ἔκ τινος Xen.; τέλη τινά Aeschin.; med. τέν δεκάτην τινός Xen.)
; 3) выбирать, вырывать, удалять
ex. (ἐκ τοῦ γενείου τὰς πολιάς, sc. τρίχας Arph.)