Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διατριβω
διατρίβω
δια-τρίβω
(ῑ) (pass.: aor. 2 διετρίβην, pf. διατέτριμμαι)
; 1) растирать
ex. (ῥίζαν χερσί Hom.)
; 2) истреблять, уничтожать; pass. гибнуть
ex. (κάκιστα διατριβῆναι Her.; κινδυνεύειν διατριβῆναι Thuc.)
; 3) сдерживать, унимать
ex. (τὸν χόλον τινός Hom.)
; 4) откладывать, оттягивать
ex. (γάμον Hom.)
; 5) задерживать
ex. (τοὺς πρέσβεις Plut.)
μέ διατρίβωμεν ὁδοῖο Hom. — не будем медлить с отъездом
; 6) (о времени) тратить, проводить
ex. (χρόνον πολλόν Her. и συχνόν Plat.; πολὺν χρόνον ἐν ταῖς ὁδοῖς Xen.; πολὺ μέρος τῆς ἡμέρας πρός τινι πράγματι Plut.)
; 7) проводить время
ex. (μετά τινος, ἐν τῇ ζητήσει Plat.; περὴ φιλοσοφίαν Aeschin. и ἐπὴ φιλοσοφίᾳ Plut.; πρὸς τοῖς ἔργοις Arst.; ἐπὴ τοῖς ἰδίοις Isocr.)
διατρίβουσι μελετῶντες τὰ ἄλλα Xen. — они занимаются другими делами
; 8) терять (напрасно) время Hom., Thuc., Arph., Xen., Luc.
; 9) пребывать, находиться
ex. (ἐν ταῖς ὁδοῖς Xen.; ἐν γυμνασίοις Arph.; πρὸ τῶν θυρῶν τοῦ βουλευτηρίου Plut.)