Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διεκπιπτω
διεκπίπτω
δι-εκπίπτω
(aor. 2 διεξέπεσον)
; 1) падать сквозь, проваливаться
ex. (τῶν στενοτέρων πόρων Plut.)
; 2) выходить, прорываться
ex. (τὸ ἐντὸς θερμὸν ἔξω διεκπίπτει Arst.)
; 3) убегать, ускользать
ex. (κρύφα Plut.; εἰς Θήβας Diod.)