Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαπηδαω
διαπηδάω
δια-πηδάω
; 1) перепрыгивать, перескакивать
ex. (τάφρον Arph., Xen., Plut.)
; 2) делать прыжок
ex. (ἵππος διαπηδῶν Xen.)
; 3) ирон. отскакивать, aor. метнуться
ex. (ἀπὸ τοῦ δικαστηρίου καὴ τῆς καταγνώσεως ἐπὴ τὸν δῆμον Dem.)