Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξαναφερω
ἐξαναφέρω
ἐξ-αναφέρω
(fut. ἐξανοίσω, aor. 2 ἐξανήνεγκον)
; 1) выносить наверх или на берег
ex. (θάλασσα τοὺς νηχομένους ἐξαναφέρει Arst.)
; 2) (sc. ἑαυτόν) выплывать, добираться до берега
ex. (ἀρετῇ ναυτῶν καὴ κυβερνητῶν Plut.)
; 3) поправляться, выздоравливать
ex. (ἐ. καὴ διωθεῖσθαι τὸ πάθος Plut.)
; 4) носить на себе
ex. (λόγχης τύπον Plut.)
; 5) успешно справляться, уметь устоять
ex. (πρὸς τέν τύχην Plut.)