Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευκινητος
εὐκίνητος
εὐ-κίνητος
adj.=2 2
(ῑ)
; 1) подвижной
ex. (πῦρ Plat., Arst.; εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδές, sc. ἐστιν Arst.)
; 2) изменчивый, легко склоняющийся
ex. (ἐπ΄ ἀμφότερα Arst.)
εὐ. πρὸς ὀργήν Arst., Plut. — склонный к гневу, вспыльчивый
; 3) неустойчивый, шаткий
ex. (λόγος λίαν εὐ. Arst.)